εξεργαστικός

εξεργαστικός
ἐξεργαστικός, -ή, -όν (Α) [εξεργασία]
1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν
η εκζήτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξεργαστικός — able to accomplish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργαστικώτερον — ἐξεργαστικός able to accomplish adverbial comp ἐξεργαστικός able to accomplish masc acc comp sg ἐξεργαστικός able to accomplish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργαστικόν — ἐξεργαστικός able to accomplish masc acc sg ἐξεργαστικός able to accomplish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργαστικώτατον — ἐξεργαστικός able to accomplish masc acc superl sg ἐξεργαστικός able to accomplish neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργαστικωτάτους — ἐξεργαστικός able to accomplish masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργαστική — ἐξεργαστικός able to accomplish fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργαστικήν — ἐξεργαστικός able to accomplish fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργαστικῶς — ἐξεργαστικός able to accomplish adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργαστικώτατος — ἐξεργαστικός able to accomplish masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”